- ἐπιβάπτω
- ἐπι-βάπτω, wiederholt eintauchen; ἐπιβαπτός, gefärbt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επιβάπτω — ἐπιβάπτω (Α) [βάπτω] 1. βυθίζω, βουτώ 2. βάφω 3. βυρσοδεψώ 4. επιχρυσώνω ή επαργυρώνω … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
επίβαπτος — ἐπίβαπτος, ον (Α) [επιβάπτω] βουτηγμένος σε κάτι («ἐπίβαπτον χυλῷ μελιτηρῷ») … Dictionary of Greek
επιβαπτίζω — ἐπιβαπτίζω (Α) [επιβάπτω] καλύπτω μέσα στο νερό, βυθίζω … Dictionary of Greek